ἐννεάχειλος

ἐννεάχειλος
ἐννεᾰ-χειλος (A), ον,
A with nine lips, Nicom.Ar.1.14.
------------------------------------
ἐννεᾰ-χειλος (B), ον, [dialect] Ion. for sq., read by Aristarch. in Il.5.860, and mistranslated as,
A = ἐννεάχειλος (A).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐννεάχειλον — ἐννεάχειλος with nine lips masc/fem acc sg ἐννεάχειλος with nine lips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”